παραμείβω

παραμείβω
ΜΑ
(ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων
2. μεταβάλλω κάτι εντελώς
3. (το μέσ.) παραμείβομαι
αφήνω έναν τόπο κατά μέρος, αφήνω πίσω («παραμείβεσθαι τὰς πηγὰς τοῡ Εὐφράτου», Πλούτ.)
4. υπερέχω, εξέχω
5. κάνω κάτι να παρεκκλίνει, εκτρέπω κάτι από τη θέση του
6. μέσ.
α) ξεπερνώ κάποιον ως προς την ταχύτητα
β) δεν μνημονεύω στην διήγηση μου
γ) (για τον χρόνο) περνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀμείβω «αλλάσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμείβῃ — παραμείβω change pres subj mp 2nd sg παραμείβω change pres ind mp 2nd sg παραμείβω change pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμείψει — παραμείβω change aor subj act 3rd sg (epic) παραμείβω change fut ind mid 2nd sg παραμείβω change fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμείψῃ — παραμείβω change aor subj mid 2nd sg παραμείβω change aor subj act 3rd sg παραμείβω change fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμειβομένων — παραμείβω change pres part mp fem gen pl παραμείβω change pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμειβόμενον — παραμείβω change pres part mp masc acc sg παραμείβω change pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμειβόντων — παραμείβω change pres part act masc/neut gen pl παραμείβω change pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμειψάμενον — παραμείβω change aor part mid masc acc sg παραμείβω change aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεῖβον — παραμείβω change pres part act masc voc sg παραμείβω change pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμείβει — παραμείβω change pres ind mp 2nd sg παραμείβω change pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμείβοντα — παραμείβω change pres part act neut nom/voc/acc pl παραμείβω change pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”